- ἐπιπένθεκτος
- ἐπιπένθεκτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπένθεκτος — ἐπιπένθεκτος, ον και ἐπιπενταμερής, ές (Α) μαθημ. ο αριθμός 1 + 5 / 6 … Dictionary of Greek